- ηλακάτιον
- ἠλακάτιον, τὸ (Μ) [ηλακάτη](υποκορ. τού ηλακάτη)μηχανή με την οποία εκσφενδόνιζαν πέτρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… … Dictionary of Greek